- ἀσφάλιος
- ἀσφάλειοςSecurermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀσφάλιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασφάλειος ή Ασφάλιος — Προσωνυμία του Ποσειδώνα και συγχρόνως ευχή να είναι ο θαλάσσιος πλους ασφαλής και σίγουρη η επιστροφή. Με την προσωνυμία αυτή, ο Ποσειδώνας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στο Ταίναρο, όπου και ο ναός του Ποσειδώνα Α., στη… … Dictionary of Greek
Ἀσφαλίω — Ἀσφάλιος masc nom/voc/acc dual Ἀσφάλιος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσφαλίου — Ἀσφάλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσφαλίων — Ἀσφάλιος masc gen pl Ἀσφαλίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσφαλίως — Ἀσφάλιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσφάλιον — Ἀσφάλιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Посейдон — (Ποσειδών; много вариантов Ποσοιδάν и др.) в греческой мифологии бог властитель моря и всей водной стихии, как это явствует из корня ποτ, встречающегося в греческих словах ποτος, ποτίζω, ποτ αμός, в лат. poto и т. д. П. олицетворял собой элемент… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Asphalivs — ASPHALIVS, i, Gr. Ἀσφάλιος, ου, ist einerley mit Neptuns vorhergehendem Beynamen, unter welchem er seinen besondern Tempel zu Lacedämon hatte. Pausan. Lacon. c. 11. p. 181. Schol. Aristoph. ad Acharn. v. 509. 682 … Gründliches mythologisches Lexikon
πανασφάλιος — πανασφάλιος, ὁ (Α) (για τον Δία και τον Ποσειδώνα) αυτός που παρέχει κάθε ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀσφάλιος] … Dictionary of Greek